- σπουδαιόμῡθος
- σπουδαιό-μῡθος, im Ernst od. über ernsthafte, wichtige Dinge redend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπουδαιόμυθος — able to speak seriously masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιόμυθος — ον, Α σπουδαιολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + μύθος (< μύθος), πρβλ. πολύ μυθος] … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek